- μακροτάξιδος
- η , ο совершающий длительные путешествия (чаще о судах);
μακροτάξιδο καράβι — судно дальнего плавания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακροτάξιδο καράβι — судно дальнего плавания
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μακροτάξιδος — η, ο αυτός που κάνει μακρινά ταξίδια, που ταξιδεύει μακριά … Dictionary of Greek
μακροτάξιδος — η, ο αυτός που κάνει μακρινά ταξίδια: Είναι μακροτάξιδο αυτοκίνητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μακρ(ο)- — (AM μακρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. μακρός, ά, όν ή στο επίρρ. μακρῶς και σημαίνει ότι το δηλούμενο από το β συνθετικό χαρακτηρίζεται από: 1) μεγάλο μήκος, μέγεθος ή ποσότητα (πρβλ. μακραύχην, μακρόθυμος, μακρολαίμης,… … Dictionary of Greek
μακροταξιδευτής — ο, θηλ. μακροταξιδεύτρα μακροτάξιδος … Dictionary of Greek